εὔμορφον

εὔμορφον
εὔμορφος
fair of form
masc/fem acc sg
εὔμορφος
fair of form
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • благообразьныи — (32) пр. 1.Красивый: в нощь ˫ависѩ ѥмоу оуноша бл҃гообразьнъ зѣло. ПрЛ XIII, 83г; видѣ бо... въ ѡградѣ [жену] нагоу добрɤ и бл҃гообразноу зѣло. (εὔμορφον) Пч к. XIV, 86; жены же бл҃гообразны. и зѣло преоудобрены и оукрашены (εὐειδεῖς) ЖВИ XIV XV …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ξαναμορφώνω — (Μ ξαναμορφώνω) αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ξαναμορφώθη δράκοντας σὰν εὔμορφον παιδίον», Διγεν. Ακρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”